ξυλευομαι

ξυλευομαι
    ξυλεύομαι
    ξῠλεύομαι
    Men. = ξυλίζομαι См. ξυλιζομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξυλευομαι" в других словарях:

  • ξυλίζω — (Α το μέσ. ξυλίζομαι) [ξύλον] νεοελλ. 1. δέρνω κάποιον με ξύλο, τού δίνω ξυλιές 2. (γενικά) δέρνω, χτυπώ αρχ. συλλέγω ξύλα, ξυλεύομαι …   Dictionary of Greek

  • ξυλεύω — (Α ξυλεύω) [ξύλον] (συν. το μέσ) ξυλεύομαι κόβω και συλλέγω ξύλα, δενδροκοπώ («δρυός πεσούσης πᾱς ἀνήρ ξυλεύεται» αυτός που χάνει τη δύναμη του γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε νεοελλ. προμηθεύομαι ξύλα …   Dictionary of Greek

  • ξυλοχίζομαι — ξυλοχίζομαι, δωρ. τ. ξυλοχίσδομαι (Α) [ξύλοχος] μαζεύω ξύλα, κόβω ξύλα, ξυλεύομαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»